Το χειρότερο συναίσθημα είναι να νιώθεις ότι οι συνάνθρωποί σου είναι αβοήθητοι.

Της Σμαράγδας Σκούλου

Η κατάσταση ήταν τέτοια που, ειδικά στη Φαλάνη, θεωρούσαν εμάς “ειδικούς” στο θέμα © Nicoletta Zarifi

11 και 12 μέρες μετά τις καταστροφικές πλημμύρες στη Θεσσαλία, στα περισσότερα σπίτια που επισκεφθήκαμε με την ομάδα της Greenpeace στη Φαλάνη, το Δασοχώρι και τη Γιάννουλη της Λάρισας, δεν είχε πάει κανείς να τους βοηθήσει μέχρι τότε. Μόνο η Πυροσβεστική είχε εμφανιστεί για να αδειάσει σπίτια από τα νερά, τα οποία σε αρκετές περιπτώσεις, επειδή τα νερά στον υδροφόρο ορίζοντα δεν είχαν υποχωρήσει ακόμα, ξαναπλημμύριζαν. 

Η κατάσταση ήταν τέτοια που, ειδικά στη Φαλάνη, θεωρούσαν εμάς “ειδικούς” στο θέμα, παρόλο που κι εμείς τα περισσότερα εκεί τα είχαμε μάθει, στην πράξη. Σε άλλες περιπτώσεις, οι κάτοικοι μας ζητούσαν στολές, μάσκες και γάντια επειδή δεν τους είχε μείνει τίποτα και ήθελαν να μπουν στα σπίτια τους να καθαρίσουν. 

Στα σπίτια που πήγαμε, πετάξαμε στα σκουπίδια το βιός μιας ζωής, έπιπλα αντίκες που δεν βρίσκεις πια, στρώματα, κρεβάτια, ψυγεία, ρούχα και παπούτσια, φωτογραφίες και κορνίζες… Τίποτα δεν μπορούσε να σωθεί, αφού το νερό και μετά η τοξική λάσπη είχε καλύψει τα πάντα. Το πώς αντιδρά ο καθένας σε μια τέτοια κατάσταση είναι τελείως διαφορετικό, και για εμένα το να πετάω ρούχα και παπούτσια, αντικείμενα που είναι τόσο προσωπικά, ήταν μεγάλο σοκ. Σκεφτόμουν ότι μερικοί από τους ανθρώπους αυτούς δεν θα έχουν ούτε ρούχα να αλλάξουν, και ποιος ξέρει αν και πότε θα μπορέσουν να ξαναμπούν σπίτι τους. Κάποιες στιγμές ένιωσα τόση ανημποριά που πίστευα ότι ακόμα κι αυτό το λίγο που βοηθάω, δεν είναι σημαντικό.  

Η πιο δύσκολη στιγμή ήταν όταν καθαρίζαμε ένα σπίτι, και ο γλυκύτατος ηλικιωμένος κύριος που έμενε εκεί προσπαθούσε να δει πώς θα έσωζε κάποια έπιπλα, και να πείσει τον εγγονό του, ίσως και τον εαυτό του, ότι δεν χρειάζεται να τα πετάξουν. Μεταξύ σοκ, απόγνωσης και στενοχώριας, τελικά ο εγγονός του κατάφερε να του εξηγήσει ότι δεν θα σωθεί τίποτα, αφού τα έπιπλα θα φούσκωναν και θα παραμορφώνονταν. 

Είδα όμως και δύναμη, καλοσύνη, αξιοπρέπεια. Ανθρώπους που βοηθούσαν και δεν τους τρόμαζε η λάσπη και η θλίψη, ανθρώπους να μας προσφέρουν συνέχεια κάτι να φάμε, κάτι να πιούμε, που άνοιξαν τα σπίτια τους και μας μιλούσαν για τη ζωή και την οικογένειά τους. Τόσα μαζεμένα “ευχαριστώ” πιστεύω ότι δεν έχω ξανακούσει ποτέ. Επίσης, είδα νέους ανθρώπους να ενδιαφέρονται για τον τόπο τους και την κοινότητά τους, να θέλουν να στηρίξουν και να παλέψουν για ένα καλύτερο, πιο βιώσιμο μέλλον. Θα τους κρατάω όλους μέσα στην ψυχή μου.

Αυτή την εμπειρία δεν θα την άλλαζα με τίποτα. Γιατί τελικά ναι, ακόμα κι αυτό το λίγο που ο καθένας μπορεί να βοηθήσει, η ευγένεια, ένα χαμόγελο ή ένα αστείο ακόμα και μέσα σε τέτοιες “μαύρες” στιγμές, η αλληλεγγύη, η αλληλοστήριξη, το να μην ενδιαφέρεσαι μόνο για τον εαυτό σου αλλά και για το κοινωνικό σύνολο στο οποίο ζεις, αυτά είναι που μπορούν να μας πάνε μπροστά και σε αυτά επάνω πρέπει να βασιστούμε.

Όσο για τον “κρατικό μηχανισμό”, δεν έχω λόγια… Και δυστυχώς, με την αρνητική σημασία της φράσης. Πηγαίνουμε από τη μία καταστροφή στην άλλη, οι ιθύνοντες κάνουν να φαίνεται ότι όλα οφείλονται σε κάτι μεγαλύτερο από εμάς, κάτι που δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε (πχ τη φύση, τον Θεό, την κλιματική κρίση) και νίπτουν τας χείρας τους ανακοινώνοντας μερικά ψίχουλα για αποζημιώσεις. 

Υπάρχει όμως αυτή η μεγάλη άγνωστη λέξη, η πρόληψη. Από δικαιολογίες, ανακοινώσεις και μεγάλα λόγια μπουχτίσαμε κι εμείς και οι κάτοικοι της Εύβοιας, του Ματιού, της Μάνδρας, της Ρόδου, του Έβρου, της Θεσσαλίας. Αναρωτιόμαστε πότε θα πάμε στο επόμενο στάδιο, αυτό που η κυβέρνηση θα λάβει σοβαρά και δραστικά μέτρα για να προλάβει αντίστοιχες καταστροφές και να προχωρήσει σε έργα που θα προστατεύουν ουσιαστικά εμάς και το περιβάλλον. Γιατί ο επόμενος Daniel δεν θα αργήσει να έρθει.