Τα τελευταία χρόνια τεκτονικές αλλαγές συμβαίνουν στο παγκόσμιο ενεργειακό τοπίο ως αποτέλεσμα κυρίως της κατάρρευσης του κόστους των ΑΠΕ που τις κάνει όλο και περισσότερο ανταγωνιστικές με τα ορυκτά καύσιμα.

Σε αυτήν την παγκόσμια τάση, η Ελλάδα δυστυχώς ανήκει στις λιγοστές εξαιρέσεις. Λόγω της απουσίας ενημερωμένου δημόσιου διαλόγου γυρω από τα ενεργειακά θέματα αλλά και της διαχρονικής και διακομματικής «ομερτά» γύρω από το λιγνίτη, η ΔΕΗ ξεκινά την κατασκευή νέας λιγνιτικής μονάδας στην Πτολεμαϊδα και σχεδιάζει άλλη μία στη Μελίτη.

Υπάρχει άραγε κάποιο σκεπτικό πίσω από την επιδιωκόμενη αναγέννηση του λιγνίτη στην Ελλάδα ή μήπως πρόκειται απλά για νίκη των τοπικών, συνδικαλιστικών και πολιτικών λόμπι;

Παρακάτω καταρρίπτουμε τους τρείς διαδεδομένους μύθους γύρω από την ανάγκη κατασκευής της Πτολεμαϊδας-5 (Π-5) και βέβαια τυχόν άλλων νέων λιγνιτικών μονάδων.

1. Νέα λιγνιτική ισχύς δεν είναι απαραίτητη για την ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού της χώρας. Καταρχάς, σύμφωνα με τον ΑΔΜΗΕ υπάρχει υπερεπάρκεια ισχύος τουλάχιστον μέχρι το 2021-22. Επιπλέον, ακόμα κι αν δεν υιοθετηθούν πιο φιλόδοξοι στόχοι για το κλίμα σε συνέχεια της Συμφωνίας του Παρισιού, η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να υπερδιπλασιάσει την ηλεκτροπαραγωγή από ΑΠΕ μέχρι το 2030. Τέλος, ας σημειωθεί πως η Ελλάδα είναι από τις πιο διασυνδεδεμένες διεθνώς χώρες στην ΕΕ, γεγονός που σε συνδυασμό με τα αρκετά υδροηλεκτρικά της, ελαχιστοποιεί τα κόστη ευστάθειας από πολύ υψηλά επίπεδα διείσδυσης ΑΠΕ.

2. Οι νέες λιγνιτικές μονάδες δεν είναι «καθαρές». Ο βαθμός απόδοσης της Π-5 (41,5%) θα είναι χαμηλότερος ακόμα και από τις Βέλτιστες Διαθέσιμες Τεχνικές που είχαν υιοθετηθεί από την ΕΕ πριν 10 (!) χρόνια, ενώ τα νέα ευρωπαϊκά όρια εκπομπών NOx, SO2 και μικροσωματιδίων που θα υιοθετηθούν μέσα στο 2016 αναμένεται να είναι αυστηρότερα από τις επιδόσεις της Π-5 η οποία θα ξεκινήσει να λειτουργεί σε 5-6 χρόνια.

3. Ο ελληνικός λιγνίτης δεν είναι (πια) φτηνός. Καταρχάς, κάτι που μονίμως αποκρύπτεται είναι πως η ιδιαίτερα χαμηλή θερμογόνος δύναμη του ελληνικού λιγνίτη τον καθιστά συγκριτικά πολύ ακριβό. Σύμφωνα με την ίδια τη ΔΕΗ, το μέσο κόστος της λιγνιτικής ηλεκτροπαραγωγής της είναι το υψηλότερο σε σχέση με κάθε άλλη λιγνιτική χώρα στην Ευρώπη και πιο συγκεκριμένα 59,9 €/MWh σε σχέση με πχ 31,6 €/MWh για τη Βουλγαρία και 40,3 €/MWh για τη Σερβία. Κυρίως όμως, τρεις πολύ κρίσιμες εξελίξεις έχουν ανατρέψει τα δεδομένα από τότε που η ΔΕΗ σχεδίαζε τη μονάδα:

(α) η αναθεώρηση του Ευρωπαϊκού Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών που εξασφαλίζει πως το κόστος CO2 θα είναι όντως σημαντικό και συνεχώς αυξανόμενο. Αυτό εξηγεί και την πρόσφατη μεγάλη πίεση της ΔΕΗ να εξασφαλίσει δωρεάν δικαιώματα εκπομπής (εις βάρος του κρατικού προϋπολογισμού!) γιατί «σε διαφορετική περίπτωση το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας θα εκτιναχθεί στα ύψη». Σύμφωνα με αναλυτές, γύρω στο 2030 το κόστος CO2 θα φτάσει τα 30€/τόνο, κατώφλι που σύμφωνα με την ίδια τη ΔΕΗ θα καθιστά την Π-5 λιγότερο οικονομική από μονάδες φυσικού αερίου. Όπως προκύπτει επομένως από τη Σύμβαση κατασκευής της Π-5, το κόστος παραγωγής της μονάδας θα ξεκινά με τη λειτουργία της γύρω στα 80€/MWh ανεβαίνοντας στα περίπου 100€/MWh γύρω στο 2030 και όλο και ακριβότερα στο εξής. Για σύγκριση, το κόστος παραγωγής από φωτοβολταϊκά στην Ελλάδα είναι σήμερα γύρω στα 70€/MWh και θα μειώνεται κάθε χρόνο, πέφτοντας κάτω από τα 40€/MWh πιθανότατα πριν το 2030.

(β) η αναθεώρηση των ευρωπαϊκών ορίων των Βέλτιστων Διαθέσιμων Τεχνικών, κάτι που θα σημάνει ακόμα μεγαλύτερο κόστος αρχικής επένδυσης αλλά και κόστος λειτουργίας λόγω σύγχρονων αντιρρυπαντικών μέτρων.

(γ) η άρνηση της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων να χορηγήσει τελικά δάνειο στη ΔΕΗ, στο πνεύμα άλλωστε σχεδόν όλων των διεθνών χρηματοδοτικών οργανισμών που αρνούνται πλέον να χρηματοδοτούν την κατασκευή ανθρακικών σταθμών.

Είναι κάπως απογοητευτικό που η όλη συζήτηση δε λαμβάνει καθόλου υπόψη τα εξωτερικά κόστη του λιγνίτη στη δημόσια υγεία και τους φυσικούς πόρους, αλλά σίγουρα εντυπωσιακό που ακόμα και για όσους αδιαφορούν για αυτά, η κατασκευή νέων λιγνιτικών μονάδων δεν έχει κανένα οικονομικό νόημα και θα οδηγήσει σε ακριβότερα τιμολόγια σε σύγκριση με εναλλακτικές καθαρές επιλογές, που «επιπλέον» δεν θα επιβαρρύνουν την υγεία και το περιβάλλον.